Φημισμένες για την έντονη αλμυρή τους γεύση και τη χαρακτηριστική τους υφή, οι ελιές αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της μεσογειακής κουζίνας και έχουν κατακτήσει διεθνώς τη γαστρονομική σκηνή.
Τα ράφια των καταστημάτων είναι γεμάτα με κάθε πιθανή εκδοχή του αγαπημένου καρπού — από γεμιστές με φέτα μέχρι μαριναρισμένες με αρωματικά όπως δεντρολίβανο. Παρά την ευρεία παρουσία τους σε υγιεινά διατροφικά πρότυπα, παραμένει το ερώτημα: Είναι όντως τόσο ωφέλιμες για την υγεία όσο θεωρούμε;
Η διατροφολόγος Sophie Trotman υποστηρίζει ότι αποτελούν σαφώς πιο υγιεινή εναλλακτική συγκριτικά με σνακ όπως τα πατατάκια, ωστόσο εφιστά την προσοχή σε ορισμένες παγίδες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
Οι ελιές, ανάλογα με τη μέθοδο επεξεργασίας τους, παρουσιάζουν διαφορετικό διατροφικό προφίλ. Χαρακτηρίζονται από υψηλή περιεκτικότητα σε καλά λιπαρά και νάτριο, ενώ είναι φτωχές σε υδατάνθρακες. Η παρουσία επιπρόσθετων υλικών, όπως σκόρδο ή πιπεριές, μπορεί επίσης να μεταβάλει τη διατροφική τους αξία.
Πολλαπλά τα διατροφικά οφέλη
Οι ελιές ξεχωρίζουν για το περιεχόμενό τους σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, με κυρίαρχο το ελαϊκό οξύ, που αγγίζει ποσοστό 74%. Η Δρ Federica Amati τονίζει ότι αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κατατάσσονται στα πιο υγιεινά τρόφιμα, καθώς πρόκειται για καρπούς πλούσιους σε λιπαρά, κάτι σπάνιο.
Μελέτες, όπως εκείνη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nutrients, καταλήγουν στο ότι η κατανάλωσή τους μπορεί να συμβάλει στη μείωση του στρες και της φλεγμονής, καθώς και στη θωράκιση της καρδιακής λειτουργίας. Επιπλέον, ευρήματα από έρευνα σε 25.000 γυναίκες που ακολουθούσαν μεσογειακή διατροφή δείχνουν σαφή μείωση του κινδύνου για καρδιοπάθειες.
Η Δρ Amati επισημαίνει ότι όσοι προσπαθούν να ρυθμίσουν τα επίπεδα σακχάρου ή διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, ενδέχεται να ωφεληθούν σημαντικά από τα καλά λιπαρά των ελιών.
Σύμμαχοι στην υγεία του πεπτικού συστήματος
Οι πολυφαινόλες που περιέχονται στις ελιές είναι ιδιαίτερα σημαντικές για το γαστρεντερικό. Αυτά τα φυτικά στοιχεία, όπως σημειώνει η Δρ Amati, έχουν ισχυρές αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και τροφοδοτούν το εντερικό μικροβίωμα, βοηθώντας στην καλή πέψη και στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού.
Παράλληλα, οι φυτικές ίνες των ελιών ενισχύουν τον πληθυσμό των ευεργετικών βακτηρίων του εντέρου, βελτιώνοντας τη λειτουργία του πεπτικού, την άμυνα του οργανισμού και ενδεχομένως τη γνωστική λειτουργία σε άτομα άνω των 60 ετών.
Πλούτος σε βασικά θρεπτικά συστατικά
Ιδιαίτερα οι σκούρες ποικιλίες, όπως οι μαύρες ελιές, προσφέρουν σημαντικές ποσότητες βιταμίνης Ε — ένα αντιοξειδωτικό που συμβάλλει στην υγεία του δέρματος, του ανοσοποιητικού και του καρδιαγγειακού συστήματος. Λόγω της φύσης της ως λιποδιαλυτής βιταμίνης, το περιεχόμενο σε λιπαρά βοηθά στην καλύτερη απορρόφησή της.
Οι ελιές προσφέρουν επίσης ασβέστιο και χαλκό, δύο απαραίτητα μέταλλα για τη λειτουργία του νευρικού συστήματος και την ενίσχυση της οστικής και κυτταρικής υγείας.
Πιθανά μειονεκτήματα και περιορισμοί
Η κύρια ανησυχία της Sophie Trotman αφορά τα υψηλά επίπεδα νατρίου που προκύπτουν από τη διατήρησή τους σε άλμη. Η υπερκατανάλωση αλατιού έχει συνδεθεί με αυξημένη αρτηριακή πίεση και καρδιαγγειακά προβλήματα. Για άτομα με υπέρταση, η μέτρια κατανάλωση είναι κρίσιμη.
Μία μικρή ποσότητα, όπως μια χούφτα ελιές, μπορεί να περιλαμβάνει έως 0,6 γραμμάρια αλάτι. Ως λύση, η Trotman προτείνει να ξεπλένονται με νερό για να περιορίζεται η πρόσληψη νατρίου, χωρίς σημαντική απώλεια άλλων θρεπτικών στοιχείων.
Επιπλέον, ορισμένες ελιές μπορεί να είναι θερμιδικά πλούσιες, οπότε η μετρημένη κατανάλωση συνίσταται, ειδικά σε περιπτώσεις ελέγχου βάρους. Παράλληλα, όσοι παρουσιάζουν ευαισθησία στο έντερο ίσως ανταποκριθούν καλύτερα στις πράσινες ποικιλίες.
Ποικιλίες και διαφορές
Οι πράσινες ελιές συγκομίζονται σε πρώιμο στάδιο και έχουν πιο πικάντικη και σφιχτή υφή, ενώ οι μαύρες είναι πλήρως ώριμες, πιο μαλακές και ελαφρώς γλυκές. Η περιεκτικότητά τους σε πολυφαινόλες και λιπαρά διαφέρει, με τις μαύρες να υπερτερούν ελαφρώς σε αντιφλεγμονώδη δράση.
Έρευνα του 2020 που δημοσιεύθηκε στο Journal of Nutritional Science έδειξε ότι όσο ωριμάζει η ελιά, αυξάνεται η λιπαρή της σύσταση και μειώνεται το ποσοστό νερού. Η Trotman συνιστά να καταναλώνονται και οι δύο τύποι για να επωφελείται το έντερο από τη διατροφική ποικιλία.
Συνδυασμοί με άλλα υλικά
Η διατροφολόγος υπογραμμίζει τα οφέλη που προκύπτουν από τις ελιές με πρόσθετα συστατικά όπως σκόρδο, τυρί ή βότανα. Το σκόρδο δρα ως αντιοξειδωτικό και πρεβιοτικό, ενώ βότανα όπως η ρίγανη ενισχύουν την αντιοξειδωτική τους δράση.
Ακόμα και ελιές γεμιστές με σκληρά τυριά θεωρούνται ωφέλιμες λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε ασβέστιο. Αντίθετα, οι ελιές που διατηρούνται σε ραφιναρισμένα έλαια, όπως το κραμβέλαιο, είναι προτιμότερο να αποφεύγονται, υπέρ εκείνων που φυλάσσονται σε ελαιόλαδο.