Η αυξημένη πρόσληψη βιταμίνης D ενδέχεται να επιβραδύνει μια βασική βιολογική διαδικασία που σχετίζεται με τη γήρανση, όπως δείχνει πρόσφατη μελέτη. Ωστόσο, οι ειδικοί συνιστούν προσοχή, τονίζοντας ότι απαιτείται επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων, καθώς και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι προσλαμβάνουν επαρκή ποσότητα μέσω διατροφής και έκθεσης στον ήλιο. Επιπλέον, η υπερβολική κατανάλωση βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές για την υγεία.
Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Brigham and Women’s Hospital και της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ, επικεντρώθηκε στα τελομερή – τις άκρες των χρωμοσωμάτων που προστατεύουν το DNA και συρρικνώνονται με την πάροδο του χρόνου. Η σταδιακή μείωση του μήκους των τελομερών σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για διάφορες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη τύπου 2 και των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα συμπληρώματα βιταμίνης D μπορεί να επιβραδύνουν τη συρρίκνωση των τελομερών. Η συγκεκριμένη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Clinical Nutrition, ανήκει στο πλαίσιο της μακροχρόνιας έρευνας VITAL και στηρίχθηκε σε 25.871 συμμετέχοντες, άνδρες άνω των 50 και γυναίκες άνω των 55 ετών. Περίπου 900 από αυτούς εξετάστηκαν ειδικά για το μήκος των τελομερών τους σε δύο χρονικές στιγμές – στα δύο και στα τέσσερα έτη από την έναρξη της χορήγησης 2.000 IU βιταμίνης D3 και 1 γραμμαρίου ωμέγα-3 λιπαρών καθημερινά.
Οι συμμετέχοντες που λάμβαναν βιταμίνη D παρουσίασαν πιο αργή μείωση του μήκους των τελομερών συγκριτικά με εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Αντιθέτως, τα ωμέγα-3 λιπαρά δεν φάνηκε να έχουν παρόμοια επίδραση.
Η καθηγήτρια Jo Ann Manson, μία από τις επικεφαλής της έρευνας, επεσήμανε ότι τα συμπεράσματα είναι ενθαρρυντικά αλλά πρέπει να επαναληφθούν για να καθορίσουν πιθανές αλλαγές στις οδηγίες λήψης της βιταμίνης. Η ίδια πρόσθεσε πως η βιταμίνη D ενδέχεται να ασκεί αντιφλεγμονώδη δράση, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να επηρεάζει θετικά τη βιολογική γήρανση.
Πάντως, αντίστοιχες μελέτες έχουν δώσει διαφορετικά αποτελέσματα. Έρευνα που διεξήχθη στην Αυστραλία μεταξύ 2014 και 2020 σε 1.519 άτομα, δεν βρήκε κάποια αξιοσημείωτη διαφορά στο μήκος των τελομερών μεταξύ εκείνων που έλαβαν συμπληρώματα βιταμίνης D και εκείνων που έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Η Καρολ Γκρέιντερ, βραβευμένη με Νόμπελ για την ανακάλυψη της τελομεράσης, υπογράμμισε ότι η μέθοδος μέτρησης qPCR που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη δεν θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστη και πως η ακριβής αξιολόγηση απαιτεί τη μέθοδο Flow FISH. Επιπλέον, ανέφερε πως η διαφοροποίηση στους τύπους των λευκών αιμοσφαιρίων μπορεί να επηρεάσει το μέσο μήκος των τελομερών, ανεξαρτήτως της πραγματικής επίδρασης της βιταμίνης D.
Σχετικά με την πηγή της βιταμίνης D, ο οργανισμός την προσλαμβάνει κυρίως μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας, ωστόσο οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η ανεξέλεγκτη έκθεση στον ήλιο ενέχει κινδύνους όπως εγκαύματα ή καρκίνος του δέρματος. Η ισορροπημένη πρόσληψη συνίσταται μέσω συνδυασμού μέτριας έκθεσης στον ήλιο και κατανάλωσης τροφών πλούσιων σε βιταμίνη D, όπως λιπαρά ψάρια (π.χ. σολομός, τόνος), στρείδια, εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά, συκώτι, χοιρινό και δημητριακά.
Ωστόσο, η υπερδοσολογία της βιταμίνης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές παρενέργειες. Αυτές περιλαμβάνουν γαστρεντερικές διαταραχές, υπερβολική συγκέντρωση ασβεστίου στο αίμα, ψυχικές επιπτώσεις, νεφρική δυσλειτουργία, ακόμη και καρδιακά προβλήματα. Οι ειδικοί τονίζουν ότι η χρήση συμπληρωμάτων θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά υπό ιατρική καθοδήγηση, κατόπιν ελέγχου των επιπέδων της βιταμίνης D με εξέταση αίματος.
Καταλήγοντας, αν και η νέα μελέτη ενισχύει τη συζήτηση γύρω από την επίδραση της βιταμίνης D στη βιολογική γήρανση, δεν θεωρείται επαρκής για να δικαιολογήσει αλλαγές στις διατροφικές οδηγίες του γενικού πληθυσμού. Οι ειδικοί επιμένουν ότι η διατροφή και ο συνολικός τρόπος ζωής παραμένουν θεμελιώδεις παράγοντες για την καλή υγεία και τη μακροβιότητα.