Κύκλωμα φοροδιαφυγής φέρεται να προκάλεσε απώλεια άνω των 13,4 εκατομμυρίων ευρώ για το Ελληνικό Δημόσιο, με αφετηρία μια επιστροφή φόρου ύψους άνω των 4 εκατ. ευρώ, η οποία αποτέλεσε το έναυσμα για την επέμβαση της Αρχής Καταπολέμησης Μαύρου Χρήματος.
Στο στόχαστρο της έρευνας βρίσκεται ένα ευρύ πλέγμα εικονικών επιχειρήσεων, μέσω του οποίου φέρονται να εκταμιεύτηκαν μεγάλα ποσά, αξιοποιώντας παραθυράκια της φορολογικής νομοθεσίας και ψευδείς δηλώσεις.
Αφετηρία για την κινητοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών στάθηκε η ασυνήθιστα υψηλή επιστροφή φόρου που υπερέβαινε τα 4 εκατ. ευρώ. Ο επικεφαλής της Αρχής και επίτιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπος Βουρλιώτης, διέταξε αμέσως ενδελεχή έρευνα από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό.
Η έρευνα έφερε στο φως ότι φυσικά πρόσωπα είχαν οργανώσει ένα δίκτυο εταιρειών που πραγματοποιούσαν εικονικές συναλλαγές μεταξύ τους, δημιουργώντας έτσι πιστωτικά υπόλοιπα και διεκδικώντας επιστροφές φόρων. Όλα αυτά συνέβησαν σε διάστημα μόλις ενός χρόνου.
Κατά τις εκτιμήσεις, η συνολική ζημία που υπέστη το κράτος ξεπερνά τα 13,4 εκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων βεβαιωμένων οφειλών των εταιρειών που ενεπλάκησαν, καθώς και ανεξόφλητων ποσών ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος που προέκυψαν από τους εμπλεκόμενους.
Ο κ. Βουρλιώτης προχώρησε σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που σχετίζονται με την υπόθεση, ενώ παρέδωσε το σχετικό πόρισμα στην Εισαγγελία προκειμένου να εξεταστεί η τέλεση σοβαρών αδικημάτων, όπως σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, φορολογική απάτη, απιστία και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Όπως αποκάλυψε η έρευνα, κάποια από τα πρόσωπα ίδρυσαν νέες επιχειρήσεις το 2023, κυρίως Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες (ΙΚΕ), συχνά μονοπρόσωπες, με ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο. Παρά το γεγονός ότι ήταν νεοσύστατες, εμφάνιζαν μεγάλο κύκλο εργασιών με περιορισμένο αριθμό πελατών και συνεργατών.
Οι δηλώσεις τους υποβάλλονταν και εκκαθαρίζονταν αυθημερόν από την ΑΑΔΕ, χωρίς να προηγηθεί έλεγχος. Τα ποσά επιστροφής φόρου κατατίθεντο άμεσα, και σύμφωνα με την έρευνα, τα μέλη του κυκλώματος προχωρούσαν την ίδια ημέρα σε ανάληψη ή μεταφορά των χρημάτων.
Το άτομο που υπέγραφε τις λογιστικές καταστάσεις είχε απασχολήσει και στο παρελθόν τις ελεγκτικές Αρχές. Από αυτό το σημείο ξεκίνησε και η αναλυτική διερεύνηση, η οποία κατέδειξε πως αρκετοί από τους εμπλεκόμενους δρούσαν ως «βιτρίνες». Οι επιχειρήσεις εγκατέλειψαν πίσω τους ανεξόφλητους φόρους και ληξιπρόθεσμα χρέη.
Η υπόθεση έχει πλέον περάσει στην αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών, οι οποίες θα κληθούν να εξετάσουν τις ποινικές διαστάσεις της και να αποδώσουν ενδεχόμενες ευθύνες.