Ο κυβερνήτης του Ρίο ντε Τζανέιρο χαρακτήρισε «επιτυχία» την πιο αιματηρή αστυνομική επιχείρηση στην ιστορία της Βραζιλίας, ωστόσο κανένας από τους 117 ανθρώπους που σκοτώθηκαν δεν περιλαμβανόταν στους 69 υπόπτους που είχαν κατονομαστεί από τους εισαγγελείς στην καταγγελία που αποτέλεσε τη βάση για την επιδρομή.
Μόλις πέντε από τα πρόσωπα που αναφέρονταν στο κατηγορητήριο συνελήφθησαν εκείνη την ημέρα και κανένα από αυτά δεν ήταν ανώτερο μέλος της διαβόητης εγκληματικής οργάνωσης Comando Vermelho, σύμφωνα με το Reuters, που επικαλείται στοιχεία του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας.
Η επιχείρηση, με την ονομασία «Περιορισμός», άφησε πίσω της 121 νεκρούς, μεταξύ αυτών τέσσερις αστυνομικούς και δύο ανήλικους, ενώ 99 ύποπτοι συνελήφθησαν. Παρ’ όλα αυτά, η αστυνομία δεν κατάφερε να εντοπίσει ούτε να εξουδετερώσει υψηλόβαθμα στελέχη της συμμορίας Comando Vermelho, η οποία, σύμφωνα με τις αρχές, δραστηριοποιείται στις φαβέλες όπου έγινε η επιδρομή. Ο αρχηγός της οργάνωσης, Έντγκαρ Άλβες ντε Αντράντε, γνωστός ως Doca, εξακολουθεί να διαφεύγει.
Σύμφωνα με την αστυνομική αναφορά που εξέτασε αποκλειστικά το Reuters, ένα μεσαίο στέλεχος της συμμορίας συνελήφθη χωρίς να σημειωθεί ανταλλαγή πυροβολισμών. Τα στοιχεία αυτά αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή των αρχών, καθώς η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε σε δύο πυκνοκατοικημένες φτωχογειτονιές του Ρίο, με τους κατοίκους να παρατάσσουν δεκάδες πτώματα στους δρόμους μετά το πέρας της.
Η αιματηρή επιδρομή, που έγινε λίγες ημέρες πριν από την άφιξη των παγκόσμιων ηγετών για τη σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα COP30, πυροδότησε πολιτική αντιπαράθεση. Ο αριστερός πρόεδρος Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα την καταδίκασε ως «καταστροφική», ενώ συντηρητικοί πολιτικοί την παρουσίασαν ως παράδειγμα επιτυχημένης αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος.
Παρότι η κυβέρνηση Λούλα στηρίζει επιχειρήσεις που στοχεύουν στην αποδυνάμωση της χρηματοδότησης των εγκληματικών δικτύων, οι αντίπαλοί του, όπως ο δεξιός κυβερνήτης του Ρίο Κλαούντιο Κάστρο, υποστηρίζουν τις μαζικές επιδρομές για τη σύλληψη ή την εξόντωση μελών συμμοριών, παρά το βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές.
Ο υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας του Ρίο, Βίκτορ ντος Σάντος, επιβεβαίωσε ότι στόχος της επιχείρησης ήταν η σύλληψη των 69 καταζητούμενων, αλλά παραδέχθηκε πως «δεν ήταν εύκολο να εντοπιστούν ανάμεσα στους 280.000 κατοίκους» των φαβέλων που αποτέλεσαν στόχο. Παρότι 19 από τους νεκρούς δεν είχαν ποινικό μητρώο, ο Σάντος δήλωσε ότι ήταν «απολύτως βέβαιος» πως επρόκειτο για εγκληματίες.
Υποστήριξε ότι τα στοιχεία της επιχείρησης αποδεικνύουν πως η πραγματικότητα ήταν «πολύ πιο σύνθετη από όσο δείχνει η έρευνα» και αποκάλυψε πως προγραμματίζονται νέες επιδρομές τους επόμενους μήνες.
Τα γεγονότα, ωστόσο, προκάλεσαν την οργή συγγενών των θυμάτων και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που κατηγόρησαν την αστυνομία ότι προχώρησε σε αδιάκριτες εκτελέσεις αντί για στοχευμένες συλλήψεις. «Η αστυνομία τους πιάνει, τους εκτελεί και όλα συνεχίζουν κανονικά, γιατί εδώ δεν υπάρχει νόμος», δήλωσε ο Σάμιουελ Πεσάνια, του οποίου ο 14χρονος γιος Μισέλ σκοτώθηκε στην επιδρομή. «Στη Βραζιλία, αυτό θεωρείται φυσιολογικό», πρόσθεσε, λέγοντας πως, παρότι ο γιος του είχε μπλέξει με τη συμμορία, πίστευε ακόμη ότι θα μπορούσε να αλλάξει πορεία.
Η 36χρονη Ταούα Μπρίτο περιέγραψε ότι περίμενε ώρες να μάθει νέα για τον 20χρονο γιο της, Ουέλινγκτον, πριν βγει να τον αναζητήσει. Ο νεαρός, μέλος τοπικής συμμορίας, της είχε πει πως κρυβόταν στους λόφους πίσω από τη φαβέλα για να αποφύγει την αστυνομία και ότι ήθελε «απλώς να τελειώσει όλο αυτό». Η Μπρίτο είπε ότι βρήκε το σώμα του γύρω στη 1:30 τα ξημερώματα, πυροβολημένο στο κεφάλι και μαχαιρωμένο στο χέρι.
Μαζί με άλλους κατοίκους, κατέβασαν δεκάδες πτώματα στους δρόμους για να τα αναγνωρίσουν οι οικογένειες. Το σώμα του 19χρονου Γιάγκο Ραβέλ βρέθηκε ακέφαλο, σύμφωνα με δημόσια αρχεία και βίντεο που είδε το Reuters.
Ο Σάντος απέδωσε τα φρικιαστικά τραύματα σε ενέργειες μελών της συμμορίας, ισχυριζόμενος ότι «οι ίδιοι οι εγκληματίες δημιούργησαν αυτή τη σκηνή βαρβαρότητας» και πρόσθεσε ότι η ιατροδικαστική εξέταση θα επιβεβαιώσει τα ευρήματα. Η αστυνομία υποστήριξε πως ο τόπος του εγκλήματος αλλοιώθηκε από τους κατοίκους, γεγονός που δυσχεραίνει την έρευνα.
Η Μπεατρίς Νολάσκο, θεία του Γιάγκο, δήλωσε ότι η οικογένεια δεν θα μάθει ποτέ τι πραγματικά συνέβη. «Δεν μπορούμε να δεχτούμε τον τρόπο που σκοτώθηκε, με το κεφάλι του κομμένο και κρεμασμένο σε δέντρο», είπε συγκλονισμένη.
Το 2024, η Βραζιλία κατέγραψε 44.127 ανθρωποκτονίες, αριθμό μειωμένο κατά 5,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ 6.243 άνθρωποι σκοτώθηκαν από την αστυνομία — περίπου 17 την ημέρα, σύμφωνα με το Βραζιλιάνικο Φόρουμ για τη Δημόσια Ασφάλεια.
Ο Σάντος υποστήριξε ότι η επιχείρηση, στην οποία συμμετείχαν 2.500 αστυνομικοί, «απέδειξε πως το κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας». Οι επικριτές, ωστόσο, αντιτείνουν ότι τέτοιες επιδρομές δεν περιορίζουν τη δράση των συμμοριών που ταλανίζουν το Ρίο εδώ και δεκαετίες. «Για λίγο αποδυναμώνεις μια οργάνωση που εμπλέκεται στο εμπόριο ναρκωτικών, αλλά αυτό δεν τελειώνει», σχολίασε ο δημόσιος συνήγορος Πέντρο Καριέλο. «Το μόνο που μένει είναι ο πόνος των οικογενειών».
Παρότι δημοσκόπηση της AtlasIntel έδειξε ότι το 55% των Βραζιλιάνων εγκρίνει την επιχείρηση, οι συγγενείς των θυμάτων καταγγέλλουν αυθαιρεσία. «Η αστυνομία είχε δικαίωμα να συλλάβει τον γιο μου», είπε η Μπρίτο. «Όχι όμως να τον σκοτώσει».























































