Περισσότεροι από 100 άνθρωποι, κυρίως μέλη των ενόπλων δυνάμεων, έχασαν τη ζωή τους την Κυριακή έπειτα από συντονισμένες επιθέσεις τζιχαντιστών στο βόρειο τμήμα της Μπουρκίνα Φάσο, σύμφωνα με αναφορές κατοίκων και ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Την ευθύνη για τις επιθέσεις ανέλαβε η οργάνωση Jama’at Nasr al-Islam wal-Muslimin (JNIM), παρακλάδι της Αλ Κάιντα που δραστηριοποιείται στο Σαχέλ. Οι επιθέσεις έπληξαν οκτώ διαφορετικές περιοχές, ανάμεσά τους και η πόλη Ντζίμπο, στρατηγικής σημασίας, η οποία βρίσκεται εδώ και μήνες σε κατάσταση πολιορκίας.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι επιθέσεις ξεκίνησαν ταυτόχρονα στις 6 το πρωί (τοπική ώρα), με στόχο να αποδυναμωθούν οι δυνατότητες αντίδρασης της πολεμικής αεροπορίας της χώρας. Στην περίπτωση της Ντζίμπο, οι μαχητές του JNIM κατέλαβαν αρχικά τα βασικά σημεία εισόδου και στη συνέχεια επιτέθηκαν στα στρατιωτικά φυλάκια, επικεντρώνοντας την επίθεση στην Ειδική Μονάδα Αντιτρομοκρατίας.
Αναλυτές παρατήρησαν ότι, σε αντίθεση με προηγούμενες παρόμοιες επιθέσεις, δεν υπήρξε άμεση αεροπορική ανταπόκριση, γεγονός που επέτρεψε στους επιτιθέμενους να παραμείνουν επί ώρες στις περιοχές που είχαν πλήξει. Ο αναλυτής Charlie Werb επεσήμανε την απουσία στρατιωτικής αντίδρασης από αέρος, ενώ ο ερευνητής Wassim Nasr, του Soufan Center, τόνισε πως η στοχοθέτηση της Ντζίμπο αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη επιχειρησιακή ελευθερία του JNIM εντός της χώρας.
Η Μπουρκίνα Φάσο, που διοικείται από στρατιωτική κυβέρνηση, αποτελεί εστία έντασης στην περιοχή του Σαχέλ, μια ζώνη που συχνά χαρακτηρίζεται ως παγκόσμιο επίκεντρο ένοπλου εξτρεμισμού. Σχεδόν το 50% της επικράτειας δεν βρίσκεται υπό κυβερνητικό έλεγχο, ενώ το 2022 σημειώθηκαν δύο στρατιωτικά πραξικοπήματα λόγω της συνεχούς επιδείνωσης της ασφάλειας.
Η στρατηγική της χούντας να προχωρήσει σε μαζική επιστράτευση πολιτών σε παραστρατιωτικές ομάδες, χωρίς επαρκή κατάρτιση, έχει προκαλέσει εντάσεις μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών κοινοτήτων. Παράλληλα, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει κατηγορίες για εξωδικαστικές εκτελέσεις, κάτι που, σύμφωνα με παρατηρητές, ενδέχεται να ενισχύει τη ριζοσπαστικοποίηση και τη στρατολόγηση σε τζιχαντιστικές οργανώσεις.