Το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών είναι ένα άτυπο σχήμα, χωρίς συνταγματική ή νομοθετική θεμελίωση. Δεν προβλέπεται από άρθρο του Συντάγματος ούτε από ειδικό νόμο. Συνεπώς, δεν υπάγεται στις διατάξεις που διέπουν τα θεσμοθετημένα κυβερνητικά σώματα, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο ή το ΚΥΣΕΑ, για τα οποία ισχύει η πρόβλεψη περί απορρήτου των πρακτικών για 30 χρόνια.
Τα πρακτικά αυτής της σύσκεψης δεν φέρουν χαρακτηρισμό εμπιστευτικού εγγράφου. Οι συμμετέχοντες, οι πολιτικοί αρχηγοί δηλαδή, ενήργησαν υπό την ιδιότητά τους ως εκπρόσωποι κομμάτων, στα οποία έδιναν λόγο και τα οποία και ενημέρωσαν μετά τη συνάντηση. Συνεπώς, δεν επρόκειτο για μια ιδιωτική συνομιλία. Όσα οι παριστάμενοι δεν επιθυμούσαν να αποτυπωθούν, δεν καταγράφηκαν. Υπό αυτό το πρίσμα, και λαμβάνοντας υπόψη ότι δέκα χρόνια μετά η κοινωνία έχει ανάγκη από πλήρη και τεκμηριωμένη εικόνα της ιστορικής αλήθειας, η δημοσιοποίηση των πρακτικών αποτελεί πράξη ευθύνης.
Σύμφωνα ρεπορτάζ του in.gr, από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να εξασφαλίσει τη στήριξη των πολιτικών ηγετών ενόψει της κρίσιμης συνάντησης με τους δανειστές στο Συμβούλιο Κορυφής της ευρωζώνης, την επομένη της συνεδρίασης.
Εκτός από τον Δημήτρη Κουτσούμπα, που δεν συνυπέγραψε το κοινό ανακοινωθέν, και παρά την κριτική που εκφράζουν στην τότε διαχείριση της διαπραγμάτευσης, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης —μόλις μία ημέρα μετά την ανάληψη της ηγεσίας της ΝΔ ως μεταβατικός πρόεδρος—, η Φώφη Γεννηματά, τότε επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ, ο κυβερνητικός εταίρος Πάνος Καμμένος και ο Σταύρος Θεοδωράκης του Ποταμιού, εμφανίζονται διατεθειμένοι να υποστηρίξουν τη στρατηγική του πρωθυπουργού.
Ο Πάνος Καμμένος σημειώνει πως εφόσον οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας παρουσιάζονταν με ενιαία θέση απέναντι στους δανειστές, «κανείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε να αρνηθεί».
Η καταγραφή των γεγονότων της ημέρας σταματά μόνο κατά τη διάρκεια τηλεφωνικών επικοινωνιών του Προκόπη Παυλόπουλου με τον Φρανσουά Ολάντ και του Αλέξη Τσίπρα με την Άνγκελα Μέρκελ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Το περιεχόμενο αυτών των συνομιλιών δεν αποτυπώνεται, καθώς τη στιγμή που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός ενημερώνουν τους αρχηγούς, ζητείται από τους στενογράφους να απενεργοποιήσουν τα μαγνητόφωνα.
Η Σύσκεψη συγκαλείται σε μία καθοριστική περίοδο. Στις 25 Ιουνίου 2015, οι τρεις θεσμοί –Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ και ΔΝΤ– καταθέτουν πρόταση στο Eurogroup, αποτελούμενη από δύο σκέλη. Το πρώτο, με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού», περιλαμβάνει τις δεσμεύσεις που θα έπρεπε να αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση για να περατωθεί θετικά η αξιολόγηση του δεύτερου μνημονίου. Προβλέπει επίσης χρηματοδοτικό πακέτο με επέκταση της ισχύουσας σύμβασης. Το δεύτερο αφορά μελέτη βιωσιμότητας του χρέους.
Το πρόβλημα με αυτήν την πρόταση εντοπίζεται σε δύο σημεία, όπως ομολογείται ευρέως: οι προβλεπόμενες παρεμβάσεις είναι κοινωνικά δυσβάσταχτες, παρατείνοντας τη λιτότητα, ενώ απουσιάζει σαφής χρονικός και πολιτικός ορίζοντας για την επίλυση του ζητήματος του χρέους. Ενώ δεν επρόκειτο για καινούργιο Μνημόνιο, η ουσία του παρέπεμπε σε μόνιμο καθεστώς επιτήρησης, χωρίς διαφυγή.
Το στοιχείο που αποδείχθηκε κρίσιμο για τις αποφάσεις της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν το δεύτερο: ανεξάρτητα από τις επίσημες δηλώσεις, είχε καταστεί σαφές ότι το περιεχόμενο των μέτρων μπορούσε να τροποποιηθεί και να γίνει αποδεκτό. Εκείνο που δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό ήταν η έλλειψη προοπτικής, το «μνημόνιο διαρκείας» χωρίς τέλος, χωρίς ορατό χρονικό πλαίσιο για την απεμπλοκή από την επιτροπεία.
Αυτό ακριβώς οδηγεί στην απόφαση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου και, σε συνέχεια του αποτελέσματος, στην ανάγκη για νέα διαπραγμάτευση, η οποία αποτέλεσε και το αντικείμενο της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών.
Η στιγμή αυτή είναι καίρια για την αξιολόγηση όσων ακολούθησαν. Στο δημόσιο αφήγημα κυριάρχησαν δύο ερμηνείες. Η μία αφορά την «οπίσθια κυβίστηση», δηλαδή την άποψη ότι η κυβέρνηση άλλαξε στάση μετά το δημοψήφισμα. Η άλλη θεωρεί ότι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος προκάλεσε υψηλό κόστος, το οποίο θα είχε αποφευχθεί αν είχαν γίνει δεκτές οι αρχικές απαιτήσεις των δανειστών.
Ωστόσο, τα πρακτικά της συνάντησης δίνουν μια διαφορετική εικόνα.
Φαίνεται καθαρά πως δεν εξετάστηκε ποτέ σοβαρά το ενδεχόμενο αποχώρησης από το ευρώ ή ρήξης με την ΕΕ. Αν και τέτοια σενάρια εκφράστηκαν από ορισμένους κύκλους, δεν υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση.
Η επιλογή της διαπραγμάτευσης και του δημοψηφίσματος έγινε υπό τη ρητή προϋπόθεση της διατήρησης της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.
Με ορισμένους δανειστές να επιμένουν στη σύνδεση του «όχι» με αποχώρηση από το ευρώ, ο πρωθυπουργός προχωρά σε αποσαφηνίσεις:
«Θέλω να υπερθεματίσω, σε ότι αφορά την εισήγηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, σχετικά με το ερώτημα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος…».
Και συνεχίζει: «Ρωτούσε τον ελληνικό λαό εάν εγκρίνει ή απορρίπτει την πρόταση που έθεσαν οι θεσμοί προς την ελληνική κυβέρνηση».
Με τη λαϊκή εντολή πλέον ξεκάθαρη, ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει: «ως πρωθυπουργός, η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, καλούμαστε σήμερα, να χαράξουμε τη διαπραγματευτική στρατηγική της χώρας και την πορεία της το επόμενο διάστημα, με δεδομένο τον σεβασμό στην λαϊκή ετυμηγορία».
Αναγνωρίζοντας τη δυσκολία της συγκυρίας, τονίζει: «Η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο στάδιο», ζητώντας στήριξη για να διατηρηθεί η ρευστότητα μέσω της ΕΚΤ, «για λόγους ουσιαστικούς, αλλά και για λόγους ανθρωπιστικούς. Διότι η χώρα βρίσκεται μπροστά σε κίνδυνο ανθρωπιστικής κρίσης, εάν η στάση της ΕΚΤ παραμείνει αρνητική».
Σύμφωνα με τα πρακτικά, ζητά ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και ρευστότητα, αίτημα στο οποίο συναινούν όλοι πλην Κουτσούμπα.
Προτείνει συμφωνία διετούς διάρκειας που θα αντιμετωπίζει τις χρηματοδοτικές ανάγκες και θα διασφαλίζει την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Όπως εξηγεί, η αδυναμία εξεύρεσης λύσης οδήγησε στο δημοψήφισμα.
Παρουσιάζει τις επαφές και την πρόοδο μεταξύ 25 Ιουνίου και 5 Ιουλίου, αποκαλύπτοντας: «Η ελληνική κυβέρνηση πριν θέσει την τελεσιγραφική αυτή πρόταση στην κρίση του ελληνικού λαού, προσπάθησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις συνέχισης της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς. Ακόμα και μετά την απόφαση του δημοψηφίσματος, συνέχισε αυτή την προσπάθεια…».
Η πρόταση της ελληνικής πλευράς συνοδευόταν με προβλέψεις για «πλήρη κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας για τα επόμενα δύο χρόνια» και παράλληλα με «πρόταση για αναδιάρθρωση του χρέους».
«Μέτρα λιτότητας μη αποδεκτά από την κοινωνία, χωρίς διορθώσεις, χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους, είναι συνταγή αποτυχίας. Και εκτίμησή μου είναι ότι πρέπει να το συνομολογήσουμε σήμερα αυτό», τονίζει.
Ο πρωθυπουργός επισημαίνει ότι στόχος είναι να επιτευχθεί συμφωνία με ορίζοντα και διάρκεια, ώστε «να δοθεί η αίσθηση ότι δεν θα συζητήσουμε ξανά σε πέντε μήνες για το αν θα βγει η Ελλάδα από το ευρώ», προσθέτοντας ότι πρέπει να διασφαλιστεί ικανός χρόνος σταθερότητας για να ανακάμψει η χώρα. Τονίζει ακόμη πως η συμφωνία οφείλει να συνοδευτεί από ένα ισχυρό πακέτο αναπτυξιακών παρεμβάσεων σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Καταλήγοντας, ο Τσίπρας παρουσιάζει την πρότασή του: «είναι να συζητήσουμε και να ακούσω τις θέσεις σας, ώστε αύριο στη Σύνοδο Κορυφής να μιλήσουμε για μια συμφωνία μεσοπρόθεσμης διάρκειας που θα περιλαμβάνει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα ένα ισχυρό πακέτο αναπτυξιακών επενδύσεων και δεσμεύσεις για αναδιάρθρωση χρέους».
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, εκφράζονται ενστάσεις και επιφυλάξεις για τη στάση των εταίρων και την πιθανότητα να απορρίψουν την ελληνική πρόταση. Ο Τσίπρας απαντά με έντονο ύφος.
«Έχω την αίσθηση από τις τοποθετήσεις σας ότι αγνοείτε το χθεσινό αποτέλεσμα…», λέει, υπογραμμίζοντας πως «χθες υπήρξε μια ιστορική και γενναία επιλογή του ελληνικού λαού» απέναντι στο παλιό πολιτικό κατεστημένο, στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και στους Ευρωπαίους εταίρους με εκβιαστική στάση.
Δηλώνει στους συνομιλητές του πως δεν πρόκειται να μετατρέψει το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος σε «ΝΑΙ» και τους καλεί να σεβαστούν τη βούληση του εκλογικού σώματος.
Ο Τσίπρας επισημαίνει πως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος επετεύχθη παρά τις ασφυκτικές συνθήκες και το φόβο, και το χαρακτηρίζει «αποτέλεσμα – τομή στη σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία».
Συνεχίζει: «θεωρώ ότι εάν στόχος αυτής της συζήτησης εδώ είναι όχι να βρούμε ένα κοινό τόπο, αλλά να λαθροχειρίσουμε και να μετατρέψουμε το ‘Όχι’ σε ‘Ναι’, δεν θα με βρείτε σύμφωνο. Το ‘όχι’ είναι ‘όχι’ που αφορά μια μη βιώσιμη συμφωνία. Προφανώς δεν είναι εντολή ρήξης, αλλά δεν είναι και εντολή ‘πάση θυσία, ό,τι και να γίνει, θα συμφωνήσουμε’. Αυτό θέλω να το ξεκαθαρίσω».
Στη συνέχεια, καταγγέλλει την επιθετική στάση των δανειστών, λέγοντας: «επίσης δεν άκουσα κάτι για τις ωμές παρεμβάσεις στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα. Διότι πάνω στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης δεν υπήρχαν μόνο στοιχεία, νούμερα και διαφορετικές εκτιμήσεις, αλλά και σαφείς, σαφέστατες παρεμβάσεις ‘αλλάξτε κυβέρνηση’, ‘αλλάξτε το σχήμα’, ‘φτιάξτε άλλη κυβέρνηση’, ‘αλλάξτε πρωθυπουργό’».
Σε μια από τις πιο φορτισμένες στιγμές της συζήτησης, ο Τσίπρας καλείται να απαντήσει τι θα πράξει εάν η ΕΚΤ φτάσει στο σημείο να αποκόψει τη χώρα από κάθε στήριξη.
«Με ρωτάτε τι θα κάνεις αν η ΕΚΤ εκτελέσει τη χώρα. Πώς μπορώ να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα; Αν κάποιος θέλει να εκτελέσει τη χώρα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να το αποτρέψω, είναι η απάντηση. Και σας ζητώ να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το αποτρέψουμε».
Συμπληρώνει: «Αν όμως ρωτάτε έναν πρωθυπουργό τι θα κάνει εάν η χώρα του δεχθεί επίθεση και κινδυνεύει ο λαός του να έχει πρόβλημα επιβίωσης, η απάντηση θα είναι ό,τι περνάει από το χέρι του για να επιβιώσει ο λαός. Αυτή είναι η απάντηση σύμφωνα με όσα είμαι υποχρεωμένος να τηρώ, με βάση το Σύνταγμα της χώρας. Και νομίζω ότι αυτή πρέπει να είναι η απάντηση όλων μας».
Μέσα από την ανάγνωση των πρακτικών της 6ης Ιουλίου 2015 διαφαίνεται ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου. Είχε πλήρη επίγνωση πως η σύσκεψη έπρεπε να οδηγήσει σε αποτέλεσμα.
Κυρίαρχη του ανησυχία ήταν να καταστεί σαφές πως ανεξαρτήτως τι ψήφισε ο καθένας στο δημοψήφισμα, το διακύβευμα δεν σχετιζόταν με την παραμονή ή όχι στην Ευρωζώνη.
Όπως λέει: «Για να μπορέσουμε να διευκολύνουμε την επανέναρξη της διαπραγμάτευσης πρέπει να βγει από το συμβούλιο αυτό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων ουδόλως αμφισβήτησε και ουδόλως αμφισβητεί την πορεία της Ελλάδας στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη».
Ο Παυλόπουλος λειτουργεί ως σταθεροποιητικός παράγοντας στις στιγμές έντασης, προκειμένου να υπάρξει σύμπνοια και κοινή δήλωση στήριξης της διαπραγμάτευσης. Τελικά, πλην του ΚΚΕ, όλοι συναινούν.
Η Νέα Δημοκρατία εκπροσωπείται από τον μεταβατικό πρόεδρό της, Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο οποίος εκφράζει τη διαφωνία του με τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Δηλώνει: «Σκεφτόμουν πάρα πολύ μήπως έπρεπε να εξαντλήσουμε όλα τα όπλα που μας δίνει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής ώστε να καθυστερήσουμε την κυβέρνηση…».
Προσθέτει: «Καθυστερήσατε πάρα πολύ με το δημοψήφισμα. Και αυτό έχει κόστος».
Κρίνει ότι αν είχαν τεθεί σε ψηφοφορία η πρόταση Γιούνκερ και η βελτιωμένη ελληνική εκδοχή, «το ΝΑΙ και ΟΧΙ δεν θα υπήρχε εκεί. Όλοι θα έλεγαν ΝΑΙ στην πρόταση τη δικιά σας».
Λέει ακόμη στον Τσίπρα: «Θεωρώ ότι το ΟΧΙ, το οποίο ψηφίστηκε και από πολλούς νεοδημοκράτες και φίλους μου και γνωστούς μου, ήταν γιατί σας πίστεψαν, όπως κι εγώ, ότι σε 48 ώρες έρχεται η συμφωνία».
Στην ερώτηση του Τσίπρα αν ψήφισε και ο ίδιος «ΟΧΙ», απαντά αρνητικά.
Ο Μεϊμαράκης ενημερώνει ότι έχει τη σύμφωνη γνώμη της ΝΔ για υπογραφή συμφωνίας, με «κόκκινες γραμμές» την παραμονή στην Ε.Ε. και τη διατήρηση του ΕΚΑΣ.
Προς το τέλος της συνάντησης, ο Τσίπρας δείχνει κατανόηση για τη δύσκολη θέση στην οποία είχε βρεθεί και η κυβέρνηση Σαμαρά. «Ξέρω πόσο δύσκολα περάσατε κι εσείς τότε».
Ο Σταύρος Θεοδωράκης τονίζει σε διάφορα σημεία τη διαφωνία του με το δημοψήφισμα, καθώς θεωρεί ότι δίχασε. Δηλώνει ωστόσο πως «αν άκουγε μόνο την εισήγηση του Αλέξη Τσίπρα στο Συμβούλιο, θα στήριζε την προσπάθειά του απέναντι στους δανειστές χωρίς δισταγμό».
Προτείνει να μην αποκαλυφθούν τα πρακτικά μέχρι να παρέλθει η κρίση. Παράλληλα, επικρίνει αρκετά κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για τις τοποθετήσεις τους περί ρήξης με την Ευρώπη, λέγοντας: «Βέβαια εσείς κύριε Τσίπρα δεν μπορείτε να τους βάλετε φίμωτρο, αλλά…».
Η Φώφη Γεννηματά εκφράζει πως η συνάντηση γίνεται στο «και πέντε», ωστόσο στηρίζει τη στρατηγική του πρωθυπουργού και δηλώνει ότι θα υπογράψει την κοινή ανακοίνωση. Ενημερώνει επίσης ότι απέστειλε επιστολή στους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, προβάλλοντας την ανάγκη για ανάπτυξη.
Λέει στον Τσίπρα ότι εάν έθετε σε δημοψήφισμα τη δική του πρόταση, «θα εξασφάλιζε ομοψυχία».
Ο Πάνος Καμμένος αναφέρει πως κύριο μέλημα των ευρωπαίων συντηρητικών ήταν να ηττηθεί πολιτικά η αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας.
«Τους ξέρω προσωπικά. Έχουν εκλογές… ήταν μια πολιτική εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης για πολιτικούς λόγους, που έχει όμως ως θύμα, τον ελληνικό λαό».
Ο Δημήτρης Κουτσούμπας δηλώνει την κάθετη αντίθεση του ΚΚΕ με το ανακοινωθέν και γενικότερα με την πολιτική της ΕΕ και όλων των ελληνικών κομμάτων. Υπογραμμίζει ότι «εθνική ενότητα» δεν μπορεί να υπάρξει όταν υπάρχουν αξεπέραστες κοινωνικές ανισότητες.
Τα πρακτικά καταδεικνύουν τη διαπραγματευτική γραμμή της κυβέρνησης και τη στάση της αντιπολίτευσης.
Ο Τσίπρας, με την απόρριψη του τελεσιγράφου μέσω του δημοψηφίσματος και τη νέα πρόταση, επιδιώκει ευρεία συναίνεση.
Ο Μεϊμαράκης ζητά διακομματική επιτροπή για τις διαπραγματεύσεις, κάτι αντίστοιχο είχε προτείνει και η Γεννηματά.
Είναι ξεκάθαρο ότι ο πρωθυπουργός αποκλείει τη ρήξη με την ΕΕ και αντιπροτείνει μια συμφωνία εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, με προοπτική και βιωσιμότητα.
Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι δηλώνουν ότι θα στηρίξουν, εφόσον δεν τεθεί υπό αμφισβήτηση η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας – κάτι που διασφαλίζεται και από τον Παυλόπουλο.
Η ελληνική πρόταση, ωστόσο, ξεκαθαρίζει ότι χωρίς ρύθμιση του χρέους και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, η κατάσταση θα οδηγήσει σε διαρκή επιτροπεία και λήψη συνεχώς νέων μέτρων.
Τα πρακτικά δείχνουν πως δεν υπήρξε διάθεση για «συνθηκολόγηση», αλλά διαμόρφωση κοινής γραμμής που στηριζόταν στην ανάγκη εξόδου από την κρίση με όρους πραγματικούς.
Η ανάγκη νέας συμφωνίας και χρηματοδότησης ήταν κοινός τόπος για όλους. Η θεωρία του «επιπλέον κόστους» λόγω δημοψηφίσματος δεν υποστηρίζεται από τα λεγόμενα των πολιτικών αρχηγών.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αναγνωρίζεται απ’ όλους ως δεσμευτικό, ακόμη και από όσους διαφώνησαν με τη διεξαγωγή του.
Ο Μεϊμαράκης διαφωνεί αρχικά με το κοινό ανακοινωθέν, αλλά τελικά συνυπογράφει μαζί με όλους – πλην ΚΚΕ.
Η συζήτηση επικεντρώνεται στη χάραξη ενιαίας διαπραγματευτικής θέσης εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, με σαφή ορίζοντα, πλήρη χρηματοδότηση και αναδιάρθρωση χρέους.