Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έκανε γνωστό ότι θα ικανοποιήσει το αίτημα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για διερεύνηση των υποτιθέμενων σχέσεων του Τζέφρι Έπσταιν με τον πρώην Δημοκρατικό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον και τη χρηματοπιστωτική εταιρεία JPMorgan, την ώρα που ο Τραμπ επιχειρεί να απομακρύνει από πάνω του τα βλέμματα που σχετίζονται με τη δική του εμπλοκή με τον καταδικασμένο χρηματιστή.
Το αίτημά του προς το υπουργείο υποβλήθηκε δύο ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση από επιτροπή του Κογκρέσου χιλιάδων εγγράφων, τα οποία αναζωπύρωσαν τα ερωτήματα για τη σχέση Τραμπ – Έπσταιν.
Η υπουργός Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι δήλωσε ότι ο Τζέι Κλέιτον, ο κορυφαίος ομοσπονδιακός εισαγγελέας στο Μανχάταν, θα αναλάβει να καθοδηγήσει την έρευνα. Η υπόθεση Έπσταιν αποτελεί εδώ και μήνες πηγή πολιτικής πίεσης για τον Τραμπ, καθώς έχει τροφοδοτήσει θεωρίες συνωμοσίας στο εσωτερικό της δικής του εκλογικής βάσης. Πολλοί από τους υποστηρικτές του πιστεύουν πως η Μπόντι και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αποκρύπτουν κρίσιμες πληροφορίες για τις επαφές του Έπσταιν με ισχυρά πρόσωπα, καθώς και για τις συνθήκες θανάτου του σε κελί φυλακής του Μανχάταν το 2019.
Εκτός από τον Κλίντον, με τον οποίο ο Έπσταιν είχε συναναστραφεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Τραμπ ανέφερε ότι ζήτησε από το υπουργείο να ερευνήσει τον πρώην υπουργό Οικονομικών Λάρι Σάμερς και τον Ριντ Χόφμαν, ιδρυτή του LinkedIn και σημαντικό χρηματοδότη των Δημοκρατικών. Τα ονόματα και των τριών ανδρών περιλαμβάνονται στα 20.000 έγγραφα για τον Έπσταιν που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την Επιτροπή Εποπτείας της Βουλής την Τετάρτη.
«Ο Έπσταιν ήταν Δημοκρατικός και είναι πρόβλημα των Δημοκρατικών, όχι των Ρεπουμπλικάνων», έγραψε ο Τραμπ σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Όλοι ξέρουν γι’ αυτόν, μην χάνετε τον καιρό σας με τον Τραμπ. Έχω μια χώρα να κυβερνήσω», πρόσθεσε.
Ωστόσο τον Ιούλιο, το υπουργείο Δικαιοσύνης και το FBI ανακοίνωσαν πως, εξετάζοντας το υλικό που διαθέτουν, «δεν βρήκαν αποδείξεις στις οποίες να βασίσουν μια έρευνα σε βάρος ατόμων τα οποία δεν έχουν διωχθεί ποινικά μέχρι τώρα». Παράλληλα αρνήθηκαν να δημοσιοποιήσουν τον πλήρη «φάκελο Έπσταιν».
Η JPMorgan, σε επίσημη δήλωση, ανέφερε ότι λυπάται για τη συνεργασία που είχε παλαιότερα με τον Έπσταιν, ο οποίος ήταν πελάτης της από το 1998 ως το 2013, υποστηρίζοντας πως δεν τον διευκόλυνε στη διάπραξη «αποτρόπαιων πράξεων».
Ο Κλίντον και ο Σάμερς δεν απάντησαν άμεσα σε αιτήματα για δηλώσεις, ενώ δεν κατέστη εφικτό να υπάρξει επικοινωνία με τον Χόφμαν.
Ο Τραμπ και ο Έπσταιν είχαν κοινωνικές επαφές τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000, όμως ο νυν πρόεδρος υποστηρίζει ότι διέκοψε κάθε σχέση πριν από την παραδοχή ενοχής του Έπσταιν το 2008 για σωματεμπορία ανηλίκων.
Ο Τραμπ επιμένει ότι δεν είχε γνώση των κακοποιήσεων ανήλικων κοριτσιών από τον χρηματιστή, ωστόσο μέρος των πιο ένθερμων υποστηρικτών του θεωρεί ότι η κυβέρνησή του προσπάθησε να συγκαλύψει το θέμα.
Τις τελευταίες ημέρες ο πρόεδρος αποφεύγει συστηματικά να απαντήσει σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, μετά τις νέες αποκαλύψεις για την υπόθεση Έπσταιν.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία την πλειοψηφία έχουν οι Ρεπουμπλικανοί, αναμένεται την επόμενη εβδομάδα να εγκρίνει νομοσχέδιο που θα υποχρεώνει το υπουργείο Δικαιοσύνης να δώσει στη δημοσιότητα όλο το υλικό που διαθέτει για τον Έπσταιν, ο οποίος είχε κατηγορηθεί ομοσπονδιακά για trafficking ανηλίκων όταν αυτοκτόνησε. Η έγκριση θεωρείται πιθανή, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του προέδρου της Βουλής Μάικ Τζόνσον να σταματήσει την ψηφοφορία.
Η JPMorgan είχε καταβάλει 290 εκατομμύρια δολάρια το 2023 σε θύματα του Έπσταιν, ώστε να κλείσουν οι υποθέσεις που αφορούσαν ευθύνες της ως προς το ότι αγνόησε ανησυχητικές ενδείξεις για τη δράση του την περίοδο που ήταν πελάτης της.
Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να συνδέουν τον Κλίντον, τον Σάμερς ή τον Χόφμαν με τα σεξουαλικά εγκλήματα του χρηματιστή. Και οι τρεις έχουν εκφράσει τη λύπη τους για τις επαφές που είχαν μαζί του.
Ο Κλίντον είχε ταξιδέψει αρκετές φορές με το ιδιωτικό αεροσκάφος του Έπσταιν πριν από την καταδίκη του, ενώ ο Σάμερς είχε δεχτεί δωρεές μέσω του Έπσταιν όταν ήταν πρόεδρος του Χάρβαρντ. Ο Χόφμαν έχει αναφέρει ότι τον είχε συναντήσει επαγγελματικά αρκετές φορές.
Πριν από την καταδίκη του το 2008, ο Έπσταιν διατηρούσε σχέσεις και με άλλες επιφανείς προσωπικότητες, ανάμεσά τους και ο πρώην πρίγκιπας Άντριου της Βρετανίας, ο οποίος απογυμνώθηκε από τον βασιλικό του τίτλο εν μέρει εξαιτίας της σχέσης τους.
Ο Τραμπ κατηγορείται ότι χρησιμοποιεί το υπουργείο Δικαιοσύνης για να στοχεύει πολιτικούς αντιπάλους, με κάποιους να αντιμετωπίζουν σήμερα ποινικές διώξεις που θεωρούνται από ειδικούς πολιτικά υποκινούμενες.
«Είναι εξωφρενικά ανάρμοστο ο πρόεδρος να δίνει εντολές στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να ερευνήσει μεμονωμένους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών», σχολίασε ο Πάτρικ Τζ. Κότερ, πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας και νυν δικηγόρος στο UB Greensfelder. «Δεν πρέπει να λειτουργεί έτσι», συμπλήρωσε.
Ο Κλέιτον, ο εισαγγελέας που θα ηγηθεί της έρευνας, είναι ανεξάρτητος και είχε διατελέσει επικεφαλής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ.























































