Τριάντα επτά κατηγορούμενοι, ανάμεσά τους και τρεις Αμερικανοί, καταδικάστηκαν σε θάνατο από στρατοδικείο στην Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, σχετικά με την υπόθεση της «απόπειρας πραξικοπήματος» που, σύμφωνα με τον στρατό, απέτρεψαν τον περασμένο Μάιο.
«Το δικαστήριο επιβάλλει την ανώτατη δυνατή ποινή, την ποινή του θανάτου», ανέφερε ο ταγματάρχης Φρέντι Εχούμε, πρόεδρος του στρατοδικείου, διαβάζοντας την ετυμηγορία για κάθε έναν από τους κατηγορούμενους. Η δίκη διεξήχθη στη στρατιωτική φυλακή Ντόλο, όπου κρατούνταν οι κατηγορούμενοι από την έναρξή της τον Ιούνιο.
Οι καταδικασθέντες κρίθηκαν ένοχοι για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, επίθεση και τρομοκρατία, εκτός από έναν. Ανάμεσά τους βρίσκονται τρεις Αμερικανοί πολίτες, ένας Βέλγος, ένας Βρετανός και ένας Καναδός, οι οποίοι έχουν αποκτήσει την υπηκοότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.
Οι δικηγόροι τους έχουν ήδη δηλώσει ότι θα ασκήσουν έφεση κατά των ποινών.
Από τους 51 συνολικά κατηγορουμένους, οι 14 αθωώθηκαν καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχαν συμμετοχή στην υπόθεση. Η εισαγγελία ζητούσε την επιβολή της θανατικής ποινής για 50 κατηγορουμένους, εξαιρώντας μόνο έναν που παρουσίαζε ψυχολογικά προβλήματα, όπως καταγράφηκε από ιατρική γνωμάτευση.
Η δίκη δεν ανέδειξε τα κίνητρα των δραστών, που δεν φάνηκαν επαρκώς προετοιμασμένοι για την ανατροπή του καθεστώτος.
Το βράδυ της 19ης Μαΐου στην Κινσάσα, μια ομάδα ένοπλων ανδρών επιτέθηκε στο σπίτι του υπουργού Βιτάλ Καμερχέ, ο οποίος αργότερα εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής. Κατά την επίθεση, σκοτώθηκαν δύο αστυνομικοί φρουροί του Καμερχέ. Στη συνέχεια, οι δράστες εισέβαλαν στο Μέγαρο του Έθνους, όπου στεγάζεται το γραφείο του προέδρου Φέλιξ Τσιεσεκέντι.
Σε βίντεο από τη νύχτα της επίθεσης, οι ένοπλοι φαίνονται να κρατούν τη σημαία του Ζαΐρ, η οποία χρησιμοποιήθηκε επί της περιόδου του δικτάτορα Μομπούτου, που ανατράπηκε το 1997. Δήλωσαν επίσης ότι επιδιώκουν την ανατροπή του Τσιεσεκέντι, ο οποίος κυβερνά από το 2019 και επανεξελέγη τον περασμένο Δεκέμβριο.
Η ομάδα συνελήφθη μετά την επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας, οι οποίες συνέλαβαν περίπου σαράντα άνδρες και σκότωσαν τέσσερις, ανάμεσά τους και τον αρχηγό της ομάδας, Κριστιάν Μαλανγκά, έναν Κονγκολέζο που ζούσε στις ΗΠΑ.
Ο στρατός είχε χαρακτηρίσει τότε την επίθεση ως «απόπειρα πραξικοπήματος» και η κυβέρνηση την περιέγραψε ως «απόπειρα αποσταθεροποίησης».
Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι κατηγορούμενοι επέρριψαν την ευθύνη στον αρχηγό τους, ενώ όλοι δήλωσαν αθώοι, με τους δικηγόρους τους να ζητούν την αθώωσή τους.