Από σήμερα, 1η Απριλίου, οι εργαζόμενοι θα λαμβάνουν αυξημένο κατώτατο μισθό, με βάση την πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης. Ο νέος μισθός ορίζεται στα 780 ευρώ, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού.
Υπό την πίεση των προτάσεων της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, για αύξηση του μισθού έως 800 ή ακόμη και 880 ευρώ, η κυβέρνηση αποφάσισε τελικά να εφαρμόσει ένα μικρότερο μεν ποσοστό, που είναι όμως υψηλότερο από τις προηγούμενες ενδοκυβερνητικές εισηγήσεις. Ως εκ τούτου, ο καθαρός μισθός θα αυξηθεί κατά 9,4%, φθάνοντας στα περίπου 665-667 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση αυτή εξακολουθεί να επηρεάζεται από τον υψηλό πληθωρισμό, κυρίως στα τρόφιμα. Η απόφαση αυτή επηρεάζει 600 χιλιάδες μισθωτούς και συνεπάγεται επίσης τη μείωση ορισμένων επιδομάτων, συμπεριλαμβανομένου του επιδόματος ανεργίας.
Αξίζει να θυμόμαστε πως η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 2011 θέσπιζε έναν κατώτατο μισθό ύψους 751,36 ευρώ. Ωστόσο, το 2012 πραγματοποιήθηκε μία δραματική πτώση στο ύψος του κατώτατου μισθού κατά 22%, καθηλώνοντάς τον στα 586,08 ευρώ.
Από το 2019 και μετά, ο κατώτατος μισθός ανέβηκε κάπως, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμα στο επίπεδο του προμνημονιακού κατώτατου μισθού. Συγκεκριμένα, το 2019 αυξήθηκε κατά 10,91% φτάνοντας τα 650 ευρώ, ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε καταργήσει τον λεγόμενο “υποκατώτατο” μισθό.
Το 2022, πραγματοποιήθηκαν δύο μικρότερες αυξήσεις. Τον Ιανουάριο αυξήθηκε κατά 2%, φτάνοντας στα 663 ευρώ, και τον Μάιο αυξήθηκε κατά 7,5% φτάνοντας τα 713 ευρώ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΓΣΕΕ, η αύξηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει μόνο το 20% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Αν και αυτό δημιουργεί κλίμα για συλλογικές κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις, η αλήθεια είναι ότι δεν επηρεάζει την πλειονότητα των εργαζομένων. Οι μισθοί στη χώρα μας έχουν χάσει μεσοσταθμικά το 19% της αγοραστικής τους δύναμης λόγω πληθωρισμού, σύμφωνα με αναλύσεις της ΓΣΕΒΕΕ και της ΓΣΕΕ. Συνεπώς, ο νέος κατώτατος μισθός, παρόλο αυξάνεται, έχει χάσει σημαντικό μέρος από την αγοραστική του δύναμη, καθώς οι καθαρές πραγματικές αποδοχές είναι κάτω από τα 600 ευρώ.
Παρά την αύξηση, ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να βρίσκεται στο όριο της φτώχειας και σίγουρα κάτω από το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, το οποίο καθορίζεται στα 850 ευρώ (που αντιστοιχεί στο 60% του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης).