Η κλιματική αλλαγή, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από τρίτες χώρες και οι αυξήσεις κόστους αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις εξαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών, παρά τις αντίξοες συνθήκες της αγοράς το 2024. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Εξαγωγέων Φρούτων και Λαχανικών Incofruit Hellas, οι ελληνικές εξαγωγές φρέσκων φρούτων και λαχανικών αυξήθηκαν κατά 7,9% σε αξία, φτάνοντας τα 1.855 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ο όγκος των εξαχθέντων προϊόντων αυξήθηκε κατά 2,4%, φτάνοντας τους 1.790 χιλιάδες τόνους.
Η θετική αυτή πορεία, παρά τις δύσκολες συνθήκες, καταγράφεται και στα χειμερινά φρούτα και λαχανικά, με τις εξαγωγές να παρουσιάζουν αύξηση στην αξία κατά 23,94%, ενώ για τα εαρινά και θερινά προϊόντα, ο όγκος τους αυξήθηκε κατά 5,03%. Ειδικότερα, το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων έκλεισε το 2024 με θετικό πρόσημο 66,5 εκατομμύρια ευρώ, με τη συμμετοχή του τομέα φρούτων και λαχανικών να φτάνει το 22,84% των συνολικών εξαγωγών της χώρας, με εξαιρετική συμβολή στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος.
Ωστόσο, η αύξηση των εισαγωγών κατά 5,6% σε όγκο και 11,9% σε αξία, φτάνοντας τους 861 χιλιάδες τόνους και τα 877 εκατομμύρια ευρώ, αποδεικνύει την ανάγκη αντιμετώπισης των ανταγωνιστικών πιέσεων, κυρίως από τρίτες χώρες. Στην ΕΕ, οι εισαγωγές από τρίτες χώρες το 2024 παρουσίασαν αύξηση 1%, αγγίζοντας τα 14,75 εκατομμύρια τόνους, γεγονός που αντανακλά την ανταγωνιστικότητα του κοινοτικού μοντέλου παραγωγής σε σχέση με τις πρακτικές των τρίτων χωρών.
Η συνεχής αύξηση του κόστους παραγωγής, εν μέρει λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της ξηρασίας, έχει προκαλέσει αυξημένο κόστος παραγωγής, το οποίο επηρεάζει την αποδοτικότητα των καλλιεργειών. Επιπλέον, η έλλειψη εργατών γης προκαλεί ανησυχία, αυξάνοντας το κόστος εργασίας, το οποίο μπορεί να φτάσει το 45% του κόστους παραγωγής σε ορισμένες καλλιέργειες.
Ο Σύνδεσμος Incofruit-Hellas τονίζει την ανάγκη στρατηγικής για τον τομέα των φρούτων και λαχανικών, που να περιλαμβάνει την αύξηση της παραγωγής, τη διαφοροποίηση των καλλιεργειών, τον εκσυγχρονισμό της εφοδιαστικής αλυσίδας και την ενίσχυση των Ομάδων Παραγωγών. Παράλληλα, ζητεί την επανεξέταση των κοινοτικών κανόνων για τις εισαγωγές και την αποκατάσταση της κοινοτικής προτίμησης για τα προϊόντα των χωρών-μελών της ΕΕ.
Αυτή η στρατηγική στοχεύει στην αύξηση των εξαγωγών και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του τομέα, ενώ τονίζεται η ανάγκη για έναν πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό ρυθμιστικό πλαίσιο τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο για την ενίσχυση της παραγωγής και της εξαγωγικής δραστηριότητας.