Πρόκειται για ένα φυτό, το οποίο φτάνει συνήθως τα 10 εκατοστά σε ύψος και δεν έχει βλαστό. Διαθέτει χοντρή και σαρκώδη ρίζα, η οποία μπορεί να είναι είτε απλή είτε διακλαδισμένη, με μορφή που πολλές φορές θυμίζει τον ανθρώπινο σχηματισμό. Τα φύλλα του είναι μεγάλα παράριζα σε ρόδακα. Τα άνθη αναπτύσσονται από το κέντρο του ρόδακα και παρουσιάζουν κυανό ή πορφυρό χρώμα, ενώ σπανιότερα μπορεί να εμφανίζονται λευκά με κυανές νευρώσεις. Οι καρποί του Μανδραγόρα είναι σαρκώδεις, σφαιρικοί ή ωοειδείς με κίτρινο πορτοκαλί χρώμα. Η ανθοφορία του παρουσιάζεται από τον Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο.
Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτό το φυτό ως υπνωτικό και ηρεμιστικό. Επίσης, κατά τον Μεσαίωνα, χρησιμοποιούσαν τον Μανδραγόρα ως αναισθητικό στις επεμβάσεις. Εκτός από τις μαγικές, μυθικές, υπερφυσικές και θρησκευτικές ιδιότητες που του προσέδιδαν, το χρησιμοποιούσαν και ως φυλαχτό για την προστασία από την ασθένεια και τον θάνατο. Πίστευαν ότι η παρουσία του οφειλόταν σε φαινόμενα μετεμψύχωσης ατόμων που είχαν αυτοκτονήσει στο συγκεκριμένο σημείο και πως όταν ξεριζωθεί ακούγεται μια δυνατή κραυγή. Ως αποτέλεσμα, έκαναν την συγκεκριμένη διαδικασία νύχτα, κάτω από πανσέληνο, με την συνοδεία ιεροτελεστιών και με την βοήθεια ενός μαύρου σκύλου, τον οποίο έδεναν πάνω στο φυτό με σχοινί.
Σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, ο Μανδραγόρας, γνωστός και ως “Μανδραγόρας ο φαρμακευτικός”, είναι ονομαστός για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες. Το φυτό περιέχει μικρό ποσοστό αλκαλοειδών, ειδικά στην παχύρευστη ρίζα του, τα οποία είναι πολύτιμα φαρμακευτικά συστατικά με ιδιότητες αντισπασμωδικές, καταπραϋντικές, διεγερτικές και ναρκωτικές. Ωστόσο, αποτελεί ένα τοξικό φυτό που, σε μεγάλες και μη ελεγχόμενες δόσεις, μπορεί να προκαλέσει παραλήρημα και ακόμη και θάνατο.