Ο 88χρονος Ιάπωνας Ιουάο Χακαμάντα, που πέρασε 46 χρόνια στα κελιά των μελλοθανάτων, αθωώθηκε τελικά από το δικαστήριο της Σιζουόκα μετά από επανεξέταση της δίκης του. Ο Χακαμάντα, που έχει περάσει τα περισσότερα χρόνια εγκλεισμού ως θανατοποινίτης στον κόσμο, κατηγορήθηκε ότι το 1966 είχε δολοφονήσει το αφεντικό του και τρία μέλη της οικογένειάς του. Δύο χρόνια αργότερα καταδικάστηκε σε θάνατο, μετά την αρχική ομολογία του, την οποία αργότερα απέσυρε, ισχυριζόμενος ότι είχε εκμαιευθεί μέσω βίαιων ανακρίσεων από την αστυνομία.
Από την αρχή της ακροαματικής συνεδρίασης, ο δικαστής δήλωσε πως το δικαστήριο θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος «είναι αθώος». Η συγκεκριμένη υπόθεση είναι εμβληματική για τους υποστηρικτές της κατάργησης της θανατικής ποινής στην Ιαπωνία, αν και οι υποστηρικτές της εκτέλεσης παραμένουν περισσότεροι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Εκατοντάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το Δικαστήριο της Σιζουόκα, περιμένοντας με αγωνία την ετυμηγορία.
Μεταξύ αυτών, ήταν και ο Ατσούσι Ζουκεράν, που φορούσε μια μπλούζα με το μήνυμα «Απελευθερώστε τον Χακαμάντα τώρα». Εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι ο Χακαμάντα θα αθωωθεί, αν και παραδέχτηκε ότι δεν θα μπορούσε να πανηγυρίσει απόλυτα την απόφαση λόγω της μακράς ταλαιπωρίας του κατηγορούμενου. «Η περίπτωσή του είναι μια οδυνηρή υπενθύμιση ότι το ιαπωνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης χρειάζεται αλλαγές», δήλωσε.
Ο Χακαμάντα, πρώην πυγμάχος που στη συνέχεια εργάστηκε σε επιχείρηση παρασκευής μίσο (σόγια που έχει υποστεί ζύμωση), κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε το αφεντικό του και την οικογένειά του το 1966. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το δικαστήριο της Σιζουόκα το 1968, παρά την απόσυρση της ομολογίας του, την οποία είχε επικαλεστεί λόγω των βίαιων μεθόδων ανάκρισης. Παρά τη σοβαρότητα των καταγγελιών για τη μεταχείρισή του, η καταδίκη του επικυρώθηκε από το ιαπωνικό Ανώτατο Δικαστήριο το 1980.
Οι δικηγόροι του Χακαμάντα υποστήριξαν ότι τα στοιχεία για την ενοχή του ήταν πιθανό να έχουν κατασκευαστεί από την αστυνομία ή τους ανακριτές της υπόθεσης, προκειμένου να δικαιολογήσουν τη σύλληψή του. Το 2014, τα γενετικά τεστ έδειξαν πως το DNA που βρέθηκε σε ματωμένα ρούχα δεν ταυτοποιήθηκε με το δικό του, δημιουργώντας αμφιβολίες για την ενοχή του. Μετά από αυτό, αποφυλακίστηκε, αν και η διαδικασία για την αναθεώρηση της δίκης του παρέμεινε μακρά και βασανιστική.
Το 2018, δικαστήριο του Τόκιο αμφισβήτησε την αξιοπιστία των τεστ DNA, ακυρώνοντας την απόφαση του 2014, χωρίς όμως να στείλει ξανά τον Χακαμάντα στη φυλακή. Ωστόσο, το 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση που εμπόδιζε τη νέα δίκη του Χακαμάντα. Παρά τις προσπάθειες της εισαγγελίας να ζητήσει και πάλι τη θανατική ποινή, οι δικηγόροι του, με επικεφαλής την 91χρονη αδελφή του, Χιντέκο, συνέχισαν να διεκδικούν την αθώωσή του.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Μανιίτσι, ήταν η πέμπτη φορά που εισαγγελείς στην Ιαπωνία ζήτησαν την επιβολή της θανατικής ποινής σε νέα δίκη πρώην καταδικασμένων σε θάνατο. Στις τέσσερις προηγούμενες περιπτώσεις, οι κατηγορούμενοι είχαν τελικά αθωωθεί. Ο Χακαμάντα, ο οποίος υπέστη σοβαρές ψυχολογικές συνέπειες από τα χρόνια που πέρασε στα κελιά των μελλοθανάτων, συχνά σε απομόνωση, παρέμενε σε συνεχή αγωνία για τη ζωή του.
«Δώσαμε μια μάχη που φαινόταν για καιρό ατελείωτη», είχε δηλώσει η αδελφή του, Χιντέκο. «Αλλά αυτή τη φορά πιστεύω πως η μάχη θα τελειώσει». Στην Ιαπωνία, οι καταδικασμένοι σε θάνατο συχνά ενημερώνονται μόλις λίγες ώρες πριν την εκτέλεσή τους, με τον απαγχονισμό να αποτελεί τη μοναδική μέθοδο εκτέλεσης. Παρά τις πιέσεις για την κατάργηση της θανατικής ποινής, οι πολιτικοί αξιωματούχοι της Ιαπωνίας δεν έχουν εκφράσει προθέσεις να την καταργήσουν. Στα τέλη του περασμένου έτους, πάνω από 100 θανατοποινίτες βρίσκονταν στις φυλακές της χώρας.