Με τον νέο νόμο 5222/2025 και ειδικότερα με το άρθρο 255, προβλέπεται η επιβολή τέλους επιτηδεύματος σε περιπτώσεις βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, όταν αυτή πραγματοποιείται στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της εγκυκλίου Ε.2024/2024, ισχύουν τα εξής:
- Νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που μισθώνουν ή υπεκμισθώνουν ακίνητα (βάσει του άρθρου 111 του ν. 4446/2016), χωρίς την παροχή επιπλέον υπηρεσιών πλην των κλινοσκεπασμάτων, θεωρείται ότι διατηρούν επαγγελματικές εγκαταστάσεις (έδρα ή υποκαταστήματα) και επιβαρύνονται με τέλος επιτηδεύματος βάσει του άρθρου 31 του ν. 3986/2011.
- Το ίδιο ισχύει και για φυσικά πρόσωπα που εκμισθώνουν ή υπεκμισθώνουν τρεις (3) ή περισσότερες κατοικίες, υπό το καθεστώς του άρθρου 39Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), και θεωρείται ότι αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
- Όταν τα μισθούμενα ακίνητα (δωμάτια ή διαμερίσματα) βρίσκονται στον ίδιο κτιριακό χώρο (π.χ. ίδια πολυκατοικία ή ίδια μονοκατοικία), τότε επιβάλλεται μόνο μία φορά τέλος επιτηδεύματος, ανεξαρτήτως αν θεωρούνται έδρα ή υποκαταστήματα. Αυτό βασίζεται σε όσα ορίζει η ΠΟΛ.1156/2017.
- Αν η δραστηριότητα επεκτείνεται και σε άλλα κτίρια, τότε το τέλος επιτηδεύματος επιβάλλεται ξεχωριστά για κάθε νέο κτίριο που χρησιμοποιείται ως επαγγελματική εγκατάσταση.
🔹 Με απλά λόγια, το τέλος επιτηδεύματος εφαρμόζεται σε βραχυχρόνιες μισθώσεις που χαρακτηρίζονται ως επιχειρηματική δραστηριότητα. Όταν πρόκειται για πολλαπλά ακίνητα, ειδικά σε διαφορετικούς χώρους, τότε επιβάλλεται επιπλέον τέλος για κάθε σημείο δραστηριότητας.
Αναλυτικά η διάταξη που ψηφίστηκε:
“Άρθρο 249
Τέλος επιτηδεύματος – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 31 ν. 3986/2011
Στην παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 (Α’ 152), περί επιβολής τέλους επιτηδεύματος, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος ως εξής:
α) νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε οκτακόσια (800) ευρώ ετησίως,
β) αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες της περ. ε) του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 4172/2013, Α’ 167) που έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε τετρακόσια (400) ευρώ ετησίως,
γ) νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε χίλια (1.000) ευρώ ετησίως,
δ) αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες της περ. ε) του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε πεντακόσια (500) ευρώ ετησίως,
ε) για κάθε υποκατάστημα που συνιστάται από νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα των περ. α) και γ) σε εξακόσια (600) ευρώ ετησίως και για κάθε υποκατάστημα που συστήνεται από αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία των περ. β) και δ), σε τριακόσια (300) ευρώ ετησίως.
Ως υποκατάστημα στην ημεδαπή, για την εφαρμογή του παρόντος, εκτός της έδρας της επιχείρησης, νοείται κάθε:
α) επαγγελματική εγκατάσταση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, στην οποία ενεργείται παραγωγική ή συναλλακτική δραστηριότητα,
β) ακίνητο, που μισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια μίσθωση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 111 του ν. 4446/2016 (Α’240).
Δεν λογίζονται ως υποκαταστήματα, για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, οι προσωρινοί εκθεσιακοί χώροι και οι πρόσκαιρες επαγγελματικές εγκαταστάσεις, που λειτουργούν για χρονικό διάστημα μέχρι τριάντα (30) ημέρες, οι επαγγελματικές εγκαταστάσεις που στεγάζονται σε διαφορετικούς ορόφους, συνεχόμενους ή μη, του ίδιου κτιριακού συγκροτήματος, οι εγκαταστάσεις τουριστικών καταλυμάτων εντός παραδοσιακών κτισμάτων, σύμφωνα με το π.δ. 33/1979 (Α’ 10), που λειτουργούν σε ξεχωριστά κτίρια, αλλά με ενιαία άδεια λειτουργίας, η οποία εντάσσεται ως ενιαία εγκατάσταση στην ίδια τουριστική μονάδα, καθώς και οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3874/2010 (Α’151).»”